τρακ

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. ψυχική σύγχυση που συνοδεύεται από τρομώδεις κινήσεις και από την οποία καταλαμβάνεται κανείς όταν πρόκειται να παρουσιαστεί μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο ή όταν πρόκειται να περάσει μια ψυχική ή σωματική δοκιμασία ή, τέλος, όταν πρόκειται να έλθει σε επαφή με κάτι το πρωτόγνωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trac «φόβος», άγνωστης ετυμολ.].