Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροατήριο

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147

Greek Monolingual

το (Α ἀκροατήριον) ἀκροῶμαι
το σύνολο τών ακροατών που παρακολουθούν ομιλία, διδασκαλία, μουσική εκτέλεση, δίκη, διάλεξη κ.λπ.
αρχ.
1. τόπος ακροάσεων
2. αίθουσα διδασκαλίας ή εκφωνήσεως λόγων.