ακροατήριο

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀκροατήριον) ἀκροῶμαι
το σύνολο τών ακροατών που παρακολουθούν ομιλία, διδασκαλία, μουσική εκτέλεση, δίκη, διάλεξη κ.λπ.
αρχ.
1. τόπος ακροάσεων
2. αίθουσα διδασκαλίας ή εκφωνήσεως λόγων.