τρακαρίζομαι

Greek Monolingual

Ν
παθαίνω τρακ, τά χάνω («τρακαρίστηκε όταν τήν κάλεσαν μπροστά στην εξεταστική επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρακ, κατά τα ρ. σε -αρίζω (πρβλ. λαχταρίζω)].