Νπαθαίνω τρακ, τά χάνω («τρακαρίστηκε όταν τήν κάλεσαν μπροστά στην εξεταστική επιτροπή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρακ, κατά τα ρ. σε -αρίζω (πρβλ. λαχταρίζω)].