τραπεζαρία
Greek Monolingual
η, Ν τραπεζάρης
1. αίθουσα φαγητού
2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων της παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία»).
η, Ν τραπεζάρης
1. αίθουσα φαγητού
2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων της παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία»).