τραπεζομάντιλο

Greek Monolingual

και τραπεζομάνδηλο, το, Ν
ύφασμα με το οποίο καλύπτεται το τραπέζι την ώρα του φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μαντίλι].