τραπεζόμακτρο

Greek Monolingual

το, Ν
(λογ. τ.) πετσέτα τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μάκτρο(ν) «πετσέτα». Η λ., στον πληθ. τραπεζόμακτρα, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].