τραπητός

English (LSJ)

wine fresh from the press, Id. τράπω, Ion. for τρέπω (q.v.). τραρόν· ταχύ, Id. (cf. ὀτρηρός).

German (Pape)

[Seite 1135] ausgekeltert, οἶνος, der Wein von der Kelter, Most, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τραπητός: ὁ, «ὁ οἶνος» Ἡσύχ., «τροπέοντο· ἐπάτουν· ἀπὸ τούτου καὶ οἶνος λέγεται τραπητὸς» ὁ αὐτ.· - ἴσωςνέος οἶνος.

Greek Monolingual

Α τραπῶ
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως σε συνεκφ. με τη λ. οἶνος) κρασί που προέρχεται από πρόσφατο πάτημα σταφυλιών, πιθανώς ο μούστος.