τραχηλίς
English (LSJ)
collare, Glossaria.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
το περιτραχήλιο, κν. πετραχήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. επιγονατίς)].
collare, Glossaria.
-ίδος, ἡ, Α
το περιτραχήλιο, κν. πετραχήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. επιγονατίς)].