πετραχήλι

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

και πετραχήλιο(ν), το, Ν
1. το επιτραχήλιο
2. φρ. «τάζει λαγούς με πετραχήλια»: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις, που αποκλείεται να πραγματοποιηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-τραχήλιο (< περι- + τράχηλος) με απλολογία, πρβλ. αμφι-φορεύς > αμφορεύς].