τραχηλοπηξία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική σταθεροποίηση του τραχήλου της μήτρας στη φυσιολογική θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -πηξία (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»)].