τρεχέδειπνος
English (LSJ)
τρεχέδειπνον, running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.
Russian (Dvoretsky)
τρεχέδειπνος: ὁ блюдолиз, прихлебатель Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].