τριαντάφυλλο

Greek Monolingual

το / τριαντάφυλλον, ΝΜ
το ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + φύλλο, κατ' απόσπαση από τη φρ. «τριαντάφυλλο ρόδο»].