τριανταφυλλής

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσής)].