τριβωνάριον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of τρίβων (A), small cloak, Clearch.26, Arr.Epict.3.22.47.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, μικρὸς τρίβων, σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις Ἀθήν. 258Α· γῆ μόνον καὶ οὑρανός, καὶ ἓν τριβωνάριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 47.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός τρίβων, τριβώνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων «είδος ενδύματος» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].

German (Pape)

τό, dim. von τρίβων, kleiner Mantel, Athen. 258a.