τριβώνιο

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το / τριβώνιον, ΝΑ τρίβων, -ωνος]
μικρός τρίβων, παλαιό και φτωχό ιμάτιο.