τριθεΐα

Greek (Liddell-Scott)

τρῐθεΐα: ἡ, ἡ εἰς τρεῖς θεοὺς πίστις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πίστιν εἰς τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα, Καισάρ. 868, Γρηγ. Ναζ. Ι, 1224, ΙΙ, 148C, Ἀναστ. Σιναΐτ. 301C, D.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τρίθεος
ο τριθεϊσμός.

German (Pape)

ἡ, die Dreiheit Gottes, die Dreieinigkeit, der Glaube daran, K.S.