τρίθεος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek (Liddell-Scott)

τρίθεος: -ον, πιστεύων εἰς τρεῖς θεούς· ― τὸ τρίθεον, τὸ δόγμα τῆς τριθείας, τὸ πιστεύειν εἰς τρεῖς θεούς, Βασίλ. IV, 248C.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που πιστεύει σε τρεις θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίθεον
το να πιστεύει κάποιος σε τρεις θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + θεός (πρβλ. δωδεκάθεος)].