τριοδία

English (LSJ)

ἡ, meeting of three roads, Lat. trivium, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδία: ἡ, μέρος ἔνθα τρεῖς ὁδοὶ συναντῶνται, Λατ. trivium, ἴδε τριόδιον.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τρίοδος
η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, τρίστρατο.