τριούσιος
Greek (Liddell-Scott)
τριούσιος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τρεις ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. πολυούσιος].
τριούσιος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.
-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τρεις ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. πολυούσιος].