τριπάρθενος
English (LSJ)
τριπάρθενον, consisting of three virgins, ζεῦγος E.Fr.357.
German (Pape)
aus drei Jungfrauen bestehend; ζεῦγος Soph. frg. 490; Eur. El. 125.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπάρθενος: состоящий из трех девушек (ζεῦγος Soph., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπάρθενος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν παρθένων, ζεῦγος τριπάρθενον, «Εὐριπίδης Ἐρεχθεῖ... καταχρηστικῶς ἐπὶ τριῶν τὸ ζεῦγος ἔθηκε» Ἡσύχ. ἐν λ. ζεῦγος τριπάρθενον (Εὐρ. Ἀποσπάσ. 259), ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 490· πρβλ. τριζυγής.
Greek Monolingual
-ον, Α
ομάδα από τρεις παρθένους, από τρεις κόρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + παρθένος.