τριπλασιάζω
English (LSJ)
to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλασιασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).
French (Bailly abrégé)
tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.
German (Pape)
verdreifachen, dreimal nehmen, Plut. Aristid. 24.
Russian (Dvoretsky)
τριπλᾰσιάζω: утраивать Plut.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).
Greek Monotonic
τρῐπλᾰσιάζω: μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.