τρισάνασσα

Greek (Liddell-Scott)

τρισάνασσα: ἡ, τρὶς ἄνασσα, βασίλισσα, θηλ. τοῦ τρισάναξ, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 154.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. τρισάναξ.