τρισάποτμος

English (LSJ)

τρισάποτμον, = τρισάθλιος, AP5.229 (Paul.Sil.).

German (Pape)

τρισάθλιος, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάποτμος: Anth. = τρισάθλιος.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάποτμος: -ον, = τρισάθλιος, καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»].