τρισάριστος: -η, -ον, σφόδρα ἄριστος, Κοσμ. Ἱεροσολ. σελ. 496, ἔκδ. Mi.
-ίστη, -ον, Μ(επιτ. τ.) ο πράγματι άριστος, ο καλύτερος από όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄριστος].