ἄριστος

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́ρῐστος Medium diacritics: ἄριστος Low diacritics: άριστος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: áristos Transliteration B: aristos Transliteration C: aristos Beta Code: a)/ristos

English (LSJ)

[ᾰ], ἀρίστη, ἄριστον, (with Art. Ep.
A ὤριστος Il.11.288, Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as Sup. of ἀγαθός:
I of persons,
1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief, Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260, cf. 6.209; ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580; θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19.258; πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα S.El.366; ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.
2 best in any way, bravest, ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.
b c. dat. modi, βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54, al.; ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211.
c c. acc. rei, εἶδος ἄριστε Il.3.39; ψυχὴν ἄ. Ar.Nu.1048.
d c. inf., ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44; διαβολὰς δὲ ἄριστος ἐνδέκεσθαι = readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄριστος ἀπατᾶσθαι = best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.
3 morally best, εἴς τινα E.Alc.83(lyr.); οἱ ἄριστοι ἁπλῶς κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1293b3.
4 best, most useful, πόλει E.Fr.194 codd. (leg. ἀρεστός) αὑτῷ Id.Heracl.5.
II of animals, things, etc., best, finest, ἵπποι Il.2.763; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414; τεύχε' ἄριστα Il.15.616; χῶρος Od.5.442; ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90; ἄριστα φέρεσθαι = win an excellent reward, S.El.1097 (lyr.).
III neuter plural as adverb, ἄριστα = best, most excellently, ὄχ' ἄ. Il.3.110, Od.13.365, cf. Hdt.1.193, al., etc.; ἄριστά γε, in answers, well said! Pl.Tht.163c: later also ἀρίστως Iamb.Myst.3.14.

Spanish (DGE)

ἀρίστη, ἄριστον
• Prosodia: [ᾰ-]
excelente usado como sup. de ἀγαθός q.u.
I de pers.
1 en rel. c. proezas y habilidades, gener. c. gen. partit. el mejor ἀνδρῶν ... ἄ. Il.2.768, cf. 7.50, Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260, θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. Il.19.258, οἰωνοπόλων ὄχ' ἄ. Il.6.16, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ. Il.7.221, Σαλαμινίων ... καὶ Σολίων ... τὸ ἄριστον los mejores soldados de Salamina y de Solos Hdt.5.110
abs. excelente, el mejor ἄ. ἔην, πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς Il.2.580, οἳ μέγ' ἄριστοι ... ἐγένοντο Il.6.209, c. varias determ.
c. dat. limitativo βουλῇ μετὰ πάντας ... ἔπλευ ἄ. Il.9.54, χρήμασιν ἄριστε, δείπνοις ἄριστε, ... παισὶν ἢ ὑποζυγίοις ἄριστε, ... τῷ λέγειν ... ἄριστε (parafraseando a Hom.), Plu.2.34f, ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211, βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄ. Pi.N.8.8
c. dat. de interés πόλει τ' ἄ. E.Fr.194, αὑτῷ δ' ἄ. E.Heracl.5, cf. X.Mem.4.1.4, c. ac. de rel. ref. a cualidades personales εἶδος ἄριστε Il.3.39, ψυχήν τ' ἄριστοι A.Pers.442, Ar.Nu.1048, ἄ. τὰ πάντα Luc.Gall.17
c. inf. οὐ ταῦτ' ἄ. εὑρίσκειν ἔφυς S.OT 440, ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44, unido a κάλλιστος en clisé, X.Cyr.4.1.24, An.5.6.28, ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Pl.Lg.902a.
2 c. connotaciones de poder o linaje el mejor por nacimiento o rango πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα S.El.366, σὺν Τιγράνῃ καὶ Περσῶν τοῖς ἀρίστοις X.Cyr.3.3.5, abs. o c. determ. adverb. οἱ ἄριστοι usado para designar a los magistrados y miembros de la asamblea en Esparta, X.Ages.1.5, en otros lugares, Cic.Att.173.2, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ὁμιλίη op. δῆμος Hdt.3.81, como tít. del emperador equivalente a optimus, ISalamis 12 (II d.C.), Τραϊανῷ ... Ἀρίστῳ ICr.1.18.19.3 (II d.C.).
3 muy dispuesto, muy idóneo c. inf. ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι muy dispuestos a prestar oídos a las calumnias Hdt.3.80, ἀπατᾶσθαι ἄριστοι los más idóneos para ser engañados Th.3.38.
4 excelente en sent. moral ἐμοὶ πᾶσί τ' ἀρίστη δόξασα γυνή E.Alc.83, ἐρᾶν ... τῶν γενναιοτάτων καὶ ἀρίστων amar a los más nobles y mejores Pl.Smp.182d, ἐκ τῶν ἀρίστων ἁπλῶς κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1293b3, ὁ νυκτερινὸς σύλλογος ... τῶν ἀρίστων Plu.2.714b.
II de anim. o cosas
1 estupendo, magnífico gener., c. gen. partit. μήλων Od.9.432, ὑῶν τὸν ἄριστον Od.14.414, ποταμῶν Hdt.4.90, τῆς γῆς ἡ ἀρίστη Th.1.2., sin gen. ἵπποι Il.2.163, cf. X.Mem.4.1.3, τεύχε' ἄριστα Il.15.616, χῶρος Od.5.442, οἶνος Hes.Op.585, γνῶμαι Hdt.7.99, ἄριστ[α καὶ] δ[ι] κα[ιότα] τα IG 13.14.21 (V a.C.), ὁ βίος ὁ κατ' ἀνθρώπως ἄ. ἦμεν Aesar.p.50, ὁ μακρότατος βίος Plu.2.111a
como pred. nominal neutr. de un inf. suj. ἄριστον ... οὖν τὰν ὅλαν πόλιν οὕτως συντετάχθαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.35.8
en or. nom. ἄριστον μὲν ὕδωρ Pi.O.1.1
subst. τὸ ἄ.: οὐδὲν ἄλλο σκοπεῖν ... ἀλλ' ἢ τὸ ἄ. καὶ βέλτιστον no examinar nada más que lo mejor y más conveniente Pl.Phd.97d
neutr. plu. subst. ἄριστα o τὰ ἄριστα premio φερομέναν ἄ. τᾷ Ζηνὸς εὐσεβείᾳ obteniendo tú (Electra) el premio por tu piedad para con Zeus S.El.1097
neutr. plu. como adv. muy bien ὄχ' ἄ. Il.3.110, Od.13.365, cf. Hdt.1.193
ἄριστά γε en respuestas muy bien dicho Pl.Tht.163c, c. gen. partit. ἄριστα δ' ἀνθρώπων ὁ Ἐπαμεινώνδας Plu.2.808d
εἰς ἄριστον lo mejor posible ἀπεργάζονται οἱ λαοὶ τὸ κέρμα τοῦτο εἰς ἄ. los nativos pagan del mejor modo posible esta pequeña tasa, PLille 16.8 (III a.C.).
2 el más útil, el más indicado, el mejor para algo, c. inf. τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω de una pareja de bueyes, Hes.Op.438, αἳ μέγ' ἄρισται τέμνειν ὦλκα βαθεῖαν (bueyes) los que sean mejores para abrir un surco profundo Call.Dian.179, c. εἰς y ac. κόπρον ... ἄριστον εἰς γεωργίαν X.Oec.20.10.
III adv. ἀρίστως (tard.) muy bien, estupendamente προευτρεπίζοντες ἕδραν ἀ. Iambl.Myst.3.14.
• Etimología: Cf. ἀρείων.

German (Pape)

[Seite 353] (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαθός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεθ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύθοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v.l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ θέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern: Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν κάρτεΐ τε σθένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀθανάτων Iliad. 20, 122; θεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων θῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Tieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; θεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.

French (Bailly abrégé)

ἀρίστη, ἄριστον :
sert de Sp. à ἀγαθός (cf. le Cp. ἄρείων);
excellent ; le meilleur, le plus brave, le plus noble, etc. ; ἄριστος τινι ou τι le meilleur en qch ; avec l'inf. très bon ou très propre à ; plur. neutre adv. • ἄριστα très bien, parfaitement.
Étymologie: R. Ἀρ ajuster, d'où le préf. ἀρι-, le Cp. ἀρείων.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἀρείων, ἀρετή), ὤριστος = ὁ ἄριστος: best, most excellent (see the various implied meanings under ἀγαθός); Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; often foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, εἶδος); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘finely indeed hast thou been treated,’ Il. 6.56.

English (Slater)

ᾰριστος best, finest ἄριστον μὲν ὕδωρ (O. 1.1) νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος (O. 13.48) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of (poetic) wisdom (P. 2.56) ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.1) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (N. 8.8) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος (I. 7.35) ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄριστος, -η, -ον)
1. (για πράγματα) ο καλύτερος στο είδος του, ο εξαιρετικής ποιότητας
2. (για πρόσωπα) αυτός που κατάγεται από ευγενείς, που ανήκει στην τάξη των ευγενών
3. ο αρχηγός
4. ο ηθικά καλύτερος
5. ο καλύτερος σε κάθε τι
6. (για ζώα) ο υπέροχος
7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) άριστα
πάρα πολύ καλά, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι συγγενής με το προθεματικό άρι- και το ουσιαστικό αρετή, ενώ αβέβαιη θεωρείται η σχέση του με τα αραρίσκω ή άρνυμαι. Στην Ιωνική-Αττική αποτελεί τον συνήθη υπερθετικό του επιθέτου αγαθός (πρβλ. συγκριτικός αρείων). Η λ. άριστος χρησιμοποιείται ευρύτατα ήδη στον Όμηρο, με αρχική σημασία «ο ισχυρότερος, ο ευγενέστερος στην καταγωγή», ενώ αργότερα αποκτά την έννοια «ο καλύτερος» και χαρακτηρίζει πρόσωπα ή πράγματα.
ΠΑΡ. αριστερός, αριστεύω, αριστίνδην.
ΣΥΝΘ. αριστοκρατία, αριστολόχεια, αριστοτέχνης
αρχ.
αρισθάρματος, αρίσταρχος, αριστόβουλος, αριστογόνος, αριστόδικος, αριστοεπής, αριστόκαρπος, αριστόμαντις, αριστόμαχος, αριστοπάτρα, αριστοπόνος, αριστοτόκος, αριστόχειρ, αριστώδιν
αρχ.-μσν.
αριστόνικος
μσν.
αριστόλοχος, αριστοπραξία, αριστουργός
νεοελλ.
αριστούχος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αριστάγγελος, Αρισταγόρας, Αρισταίνετος, Αρίσταινος, Αρισταίος, Αρίσταιχμος, Αριστάναξ, Αρίστανδρος, Αρίσταρχος, Αριστέας, Αριστείδης, Αριστεύς, Αριστίας, Αρίστιππος, Αριστίων, Αριστόβουλος, Αριστογείτων, Αριστογένης, Αριστόδημος, Αριστόδικος, Αριστόδωρος, Αριστοκλείδης, Αριστοκλής, Αριστοκράτης, Αριστόκριτος, Αριστόλαος, Αριστολέων, Αριστόλοχος, Αριστόμαχος, Αριστομέδης, Αριστομέδων, Αριστομένης, Αριστομήδης, Αριστόνικος, Αριστόνομος, Αριστόνους, Αριστόξενος, Αριστοτέλης, Αριστότιμος, Αριστοφάνης, Αριστοφών, Αρίστων, Αριστώνυμος].

Greek Monotonic

ἄριστος: ἀρίστη, ἄριστον (Ἄρης), καλύτερος στο είδος του, κάλλιστος, χρησιμ. ως υπερθ. του ἀγαθός (πρβλ. ἀρείων
I. 1. καλύτερος, ευγενέστατος, γενναιότατος, εξοχώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.· βουλῇ ἔγχεσιν ἄριστος, σε Όμηρ.· εἶδος ἄριστος, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ἄριστοι μάχεσθαι, σε Ξεν.· ἄριστας διαβολὰς ἐνδέκεσθαι, ετοιμότατοι να δίνουν προσοχή στις συκοφαντίες, σε Ηρόδ.· ἄριστος ἀπατᾶσθαι, ευκολώτατα απατώμενος, σε Θουκ.
2. καλύτερος, ο πιο ανδρείος, σε Ευρ.
II. λέγεται για ζώα και πράγματα, καλύτερος, υπέροχος, κάλλιστος, εξέχων, σε Όμηρ.
III. ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἄριστα, κάλλιστα, θεσπέσια, έξοχα, στον ίδ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄριστος: (ᾰ) [superl. к ἀγαθός
1 наилучший, лучший, превосходный, отличный (φῶτες, ἵπποι, χῶρος, τεῦχεα Hom.; πατὴρ πάντων ἄ. Soph.): εἶδος (acc.) ἄ. Hom. красивейший: ψυχὴν ἄ. Arph. благороднейший; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι Her. чрезвычайно склонный внимать клевете; ἀπατᾶσθαι ἄ. Thuc. легко поддающийся обману, крайне легковерный; αὑτῷ ἄ. Eur. заботящийся больше всего о себе самом, себялюбивый; в обращениях: ὦ ἄριστε Plat. любезнейший;
2 знатнейший, самый родовитый (Ἀχαιῶν Hom.);
3 доблестнейший, храбрейший (λαοί Hom.; ἄ. μάχεσθαι Her.; ирон. λαλεῖν ἄ., ἀδυνατώτατος λέγειν Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: the best, first, noblest (Il.).
Derivatives: ἀριστεύς, mostly pl., ἀριστῆες optimates (Il.). ἀριστεύω be the best etc., distinguish oneself (Il.) with ἀριστεία f. deed of valour (Gorg.). - Many PN: Ἀρίστων, Ἀριστίων etc.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Primary superlative to comparative ἀρείων (s. v.). Sometimes considered to contain the prefix ἀρι-, which seems rather improbable to me, or related to ἀραρίσκω (the best fitted?). Not to ἀρετή, as Myc. aryo- /aryoh-/ has no disyllabic root (ending in a laryngeal).

Middle Liddell

Ἄρης
best in its kind, serving as Sup. to ἀγαθός (cf. ἀρείων):
I. best, noblest, bravest, Il.; βουλῆι, ἔγχεσιν ἄριστος Hom.; εἶδος ἄριστος Il.:—c. inf. ἄριστοι μάχεσθαι Xen.; ἄρ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.; ἄρ. ἀπατᾶσθαι best, i. e. easiest, to cheat, Thuc.
2. best, most virtuous, Eur.
II. of animals and things, best, finest, Hom.
III. neut. pl. as adv. ἄριστα, best, most excellently, Hom., Hdt.

Frisk Etymology German

ἄριστος: {áristos}
Meaning: der beste, erste, vornehmste (seit Il.).
Derivative: Davon ἀριστίνδην Adv. nach Geburt und Rang (att. usw.; zur Bildung Schwyzer 627), woraus durch Substantivierung ἀριστίνδας m. (Sparta). — Eine substantivierende Umbildung nach den Berufsnamen auf -εύς (βασιλεύς usw.) bzw. Rückbildung aus ἀριστεύειν (Leumann Hom. Wörter 138 mit Boßhardt Die Nomina auf -ευς 25) ist ἀριστεύς, vorw. Plural, Hom. ἀριστῆες optimates (seit Il., vgl. Schwyzer 476). Von ἀριστεύς oder direkt von ἄριστος (vgl. Schwyzer 732) kommt ἀριστεύω ‘der erste usw. sein, sich auszeichnen’ (seit Il.) mit ἀριστεία f. Heldentat (Gorg., Pl., S. usw.) und ἀριστευτικός ‘auf den ἀριστεύς, bzw. das ἀριστεύειν bezüglich’ (Max. Tyr., Plu.), die auch von ἀριστεύς ausgehen können (vgl. Chantraine Formation 88ff., 396). Ebenso ἀριστεῖα, ion. ἀριστήϊα n. pl. Heldenlohn, Siegespreis, selten sg. ἀριστεῖον. Dagegen ἀριστεῖος zu den ἄριστοι gehörig (D. H., Plu.) direkt von ἄριστος, vgl. Chantraine 52. — Späte Bildungen von ἀριστεύω sind ἀριστευτής m. Verbesserer (Secund.) und ἀρίστευμα Heldentat (Eust., Gp.). — Zahlreiche Eigennamen: Ἀρίστων, Ἀριστίων u. a.
Etymology: ἄριστος gehört als primärer Superlativ zum hochstufigen Komparativ ἀρείων (s. d.). Als Verwandte kommen in erster Linie in Betracht das Präfix ἀρι- und das Nomen ἀρετή. Weitere Beziehung zu ἀραρίσκω (Güntert IF 27, 58) bleibt hypothetisch; vgl. noch Schwyzer 538 A. 11.
Page 1,140

Lexicon Thucydideum

optime, in the best manner, 1.48.4, 1.65.1, 1.80.3, 1.95.2, 1.126.8. 1.129.1, 1.129.3, 2.11.6, 2.83.5, 2.90.2. 5.28.2, 6.8.2, 6.26.1, 6.39.1, 6.39.16.44.4, 7.31.5, 8.39.2, 8.43.2. 8.54.2. 8.67.1. 8.67.3. 8.68.2, 8.96.5. 8.104.3.

Lexicon Thucydideum

optimus, praestantissimus, very best, 1.2.3, 1.138.3, 6.39.1, 7.39.2,
fortissimus, very brave, 2.11.1, 2.46.1,
optime meritus, very deserving, of greatest merit, 4.80.3,
maxime idoneus, most suitable, 3.38.5,
maximum bonum, greatest good, 4.62.2,
id quod maxime conducit, that which is most advantageous, 1.43.4, 1.71.3, 1.82.2, 1.124.2, 1.145.1, 2.22.1, 4.74.2, 5.46.1, 8.47.1,
optima fortuna uti, to enjoy the best of fortune, 5.9.9.

Lexicon Thucydideum

optime, in the best manner, 1.48.4, 1.65.1, 1.80.3, 1.95.2, 1.126.8. 1.129.1, 1.129.3, 2.11.6, 2.83.5, 2.90.2. 5.28.2, 6.8.2, 6.26.1, 6.39.1, 6.39.16.44.4, 7.31.5, 8.39.2, 8.43.2. 8.54.2. 8.67.1. 8.67.3. 8.68.2, 8.96.5. 8.104.3.

Translations

best

Arabic: أَفْضَل; Czech: nejlepší; French: meilleur; German: Beste; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος; Hebrew: מֵיטָב; Hindi: श्रेष्ठ; Hungarian: legjobb; Icelandic: best; Italian: migliore; Japanese: 一番; Korean: 최선; Kurdish Northern Kurdish: baştirîn; Latin: optimus; Malay: terbaik; Maori: pai rawa atu; Persian: خوبترین, بهترین; Polish: najlepszy; Portuguese: melhor; Russian: лучший, наилучший; Samoan: sili; Sanskrit: श्रेष्ठ, वसिष्ठ; Spanish: mejor; Tamil: சிறந்த, மிகச்சிறந்த; Thai: ดีที่สุด; Ukrainian: найкращий, найлі́пший