τρισάσμενος

English (LSJ)

η, ον, thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.

German (Pape)

sehr willig, gern, Xen. An. 3.2.24, auch fem. τρισασμένη, besser getrennt geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῖν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρισ-άσμενος, η, ον
thrice-pleased, most willing, Xen.