τρισαριστεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, thrice-conqueror, Hermog.Stat.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

τρισᾰριστεύς: έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, τρεῖς φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αρίστευσε τρεις φορές, που πήρε τρεις φορές το αριστείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἀριστεύς «άριστος, διακεκριμένος»].

German (Pape)

ὁ, dreimal der Erste, Vorzüglichste, dreimal Sieger, Hermogen. stas. 1 p. 4.