αριστείο

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

, το (Α άριστεῖα, τα κ. ιων. -ήϊα) αριστεύω
η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση
αρχ.
(στον ενικό) τὸ ἀριστεῖον
μνημείο ανδρείας ή γενναιότητας.