Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τριτοετής
Greek Monolingual
-ές, Ν αυτός που διανύει το τρίτο έτος («τριτοετήςφοιτητής»). [ΕΤΥΜΟΛ.<τρίτος+ -ετής (<έτος), πρβλ.πρωτο-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδαΕστία].