τριφεγγής

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφεγγής: -ές, = τριφαής, Θεόδ. Πρόδρ. Ἐπ. σ. 100, Γεώργ. Πισίδ., κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Μ
τριφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἑπταφεγγής].