τριφόρος
English (LSJ)
τριφόρον, bearing thrice, of fruit-trees, Thphr. paraphrased by Ath.3.77e.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐφόρος: -ον, (ἢ κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 90, 21 τρίφορος) ὁ φέρων τρεῖς φοράς, δηλ. ὁ καρποφορῶν τρεῖς φοράς, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 77Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για δέντρο) αυτός που καρποφορεί τρεις φορές («τὸν ἐρινεὸν εἶναί φησι... τριφόρον, ὥσπερ ἐν Κέω», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φόρος].
German (Pape)
dreimal tragend, bes. dreimal im Jahre Frucht tragend, Theophr. bei Ath. II.77e.