Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τριχίαση
Greek Monolingual
η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ τριχιῶ, τριχιάω ιατρ.ανωμαλία της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα.