ανωμαλία
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
η (Α ἀνωμαλία)
1. έλλειψη ομαλότητας ή ομοιομορφίας
2. (για καταστάσεις) αναστάτωση, ακαταστασία, αταξία
νεοελλ.
1. (για έδαφος ή επιφάνεια) τραχύτητα, ύπαρξη κοιλωμάτων ή προεξοχών
2. (για οργανισμούς) αφύσικη κατασκευή, εκτροπή από τα κοινά κατά είδος χαρακτηριστικά
3. (για οργανισμό ή μηχανισμό) κακή λειτουργία, βλάβη
4. ανωμαλία διανοητική, ανισορροπία
5. αφύσικη σεξουαλική συμπεριφορά, διαστροφή
6. (Γραμμ.) εκτροπή, παρέκκλιση από γενικό κανόνα γραμματικού συστήματος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ασυνέπεια, αντίφαση
2. ανισότητα
3. διαφορά ανομοιότητα
4. αδιαθεσία
5. (Αστρον.) παροδικό φαινόμενο, διατάραξη της ισορροπίας των σχέσεων των ουράνιων σωμάτων (π.χ. έκλειψη).