τριχομαχία

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φροντίδα για τις τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχομαχία].

German (Pape)

ἡ, der Haar-, Bartkampf, Synes.