τροπικό
Greek Monolingual
το, Ν
φρ. «τροπικό οξύ»
χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, υδροοξύ γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2-φαινυλο-3-υδροξυ-προπανοϊκό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropic (acid) < a-tropic (< atrop-ine «ατροπίνη»), πρβλ. τροπίνη. Η φρ., στον λόγιο τ. τροπικόν οξύ, μαρτυρείται από το 1880 στον Γ.Α. Κρίνο].