τροπίνη

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. η σημαντικότερη από τις δυνατές ισομερείς μορφές της τροπανόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropine < atropine (πρβλ. ατροπίνη)].