ο / τροπωτήρ, -ῆρος, ΝΑναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό της βάρκας, αλλ. τροπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / -ώνω + κατάλ. -τήρ / -τήρας].