τροπόπαυση

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) μικρού πάχους ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης, που αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την τροπόσφαιρα στη στρατόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropopause < τρόπος + παύση].