τροφώ

English (LSJ)

οῦς, ἡ, nurse, IG12(1).454 (Rhodes), Ath.Mitt.51.5 (ibid.), Annuario 2.128 (ibid.).

Greek Monolingual

(I)
–οῦς, ἡ, Α
τροφός, παραμάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + επίθημα -ώ τών θηλ. (πρβλ. λεχώ)].
(II)
-έω, Α
τροφή
είμαι παραμάννα, τροφός.