τροχασμός
English (LSJ)
ὁ, = τρόχασμα.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τροχάζω
νεοελλ.
ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ.
ὁ, = τρόχασμα.
ο, ΝΜΑ τροχάζω
νεοελλ.
ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ.