βάδην
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (βαίνω)
A step by step, β. ἀπιόντος Il.13.516; ἄραχνος ὡς β. A.Supp.887; in marching step, ἦγε β. Hdt.9.57; ἡγοῦ β. Ar.Lys.254; β. ταχὺ ἐφέπεσθαι at quick march, opp. δρόμῳ θεῖν, X.An.4.6.25; θᾶττον ἢ β. Id.HG5.4.53, Men.837, Aristaenet.2.14; β. ὑποχωρεῖν Arist.HA629b14.
2 gradually, more and more, πεινῆν Ar.Ach.535.
II on foot, opp. ἐφ' ἵππων, ἐπὶ ναῶν, A.Pers. 19 (anap.); opp. ἐπ' ἀπήνης, App.Gall.1.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 paso a paso β. ἀπίοντος Il.13.516, ἄγει ἄραχνος ὣς β. ὄναρ ὄναρ μέλαν A.Supp.887, ὑπαγαγεῖν β. Arist.HA 629b14, cf. Hsch.
•andando op. ‘corriendo’ ἐγὼ δὲ τὰ μὲν β. τὰ δὲ ἀποδραμὼν οἴκαδε X.Oec.11.18, cf. Luc.Merc.Cond.26, προῄει β. Plb.3.65.5, ἐξεπορεύετο ... β. Plb.38.8.6, σχολῇ καὶ β. μόγις ποτὲ κατέρχεται de Hermes al bajar al Hades, Luc.Cat.2, δρόμῳ ἐχώρουν ἐς τὸ Ἀθήναιον ... καὶ τοὺς β. πορευομένους κακίζοντες Philostr.VS 589
•fig. más y más, gradualmente οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ 'πείνων β., Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμα Ar.Ach.535, βάδην· κατὰ βῆμα Hsch.
•con desgana op. ‘con presteza’ οὔτε β. ὑπήκουσεν, ἀλλ' ἀεὶ τρέχων X.Cyr.2.2.30.
2 en cont. milit. a paso de marcha ἔβαν ... πεζοί τε β. πολέμου στῖφος παρέχοντες A.Pers.19, ἦγε β. Hdt.9.57, Polyaen.2.2.3, Δράκης, ἡγοῦ β. Ar.Lys.254, ὁ Κῦρος ἐπιλαθόμενος τοῦ β. δρόμῳ ἡγεῖτο X.Cyr.3.3.62, ἐν τάξει καὶ β. ποιούμενος τὴν ἔφοδον Plb.3.72.13, ἠρέμα καὶ β. ἐποιεῖτο τὴν πορείαν I.AI 13.92, θᾶττον ἢ β. más deprisa que a paso de marcha X.HG 5.4.53, Men.Fr.689, Aristaenet.2.14.9, D.H.5.44, 9.57, Synes.Ep.104 (p.183), β. ταχύ a paso ligero X.An.4.6.25.
3 andando, a pie op. ‘en carro’ τὰ μὲν ἐπ' ἀπήνης φερόμενος, τὰ δὲ καὶ β. χειραγωγούμενος App.Gall.1.7, cf. Hsch.
• Etimología: v. βαίνω.
German (Pape)
[Seite 423] (βαίνω), im Schritt, Gegensatz von schnellem Laufen, Il. 13. 516; dem δρόμῳ entggstzt Xen. Cyr. 3, 3. 62; ἡσυχῇ καὶ βάδην καὶ οἷον ἕρπον Ael. H. A. 11, 16 (VLL. ἠρέμα, σχολῆ); θᾶττον ἢ βάδην Xen. Hell. 5, 4, 53, cf. Men. bei E. M. 184, 48; βάδην ταχύ, im Sturmschritt, An. 4, 6, 25; Gegensatz von πυκνότερον Sosip. com. Ath. IX, 378 (v. 50). Bei Aesch. Pers. 19 Gegensatz von Reitern u. zu Schiff Fahrenden, zu Fuß. Übertr., βάδην ἐπείνων Ar. Ach. 535, sie singen allgemach zu hungern an; von dem Stil, χαμαὶ καὶ βάδην Luc. pro Imag. 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 pas à pas, au pas ; βάδην ταχύ XÉN au pas accéléré;
2 en marchant, càd « à pied », p. opp. à « à cheval, en voiture ou par eau ».
Étymologie: R. Βα, marcher, v. βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάδην βαίνω adv.
1. stap voor stap; in looppas, m. n. milit. in marstempo:; ἄγειν β. in marstempo leiden Hdt. 9.57.1; β. ταχύ in snel marstempo Xen. An. 4.6.25; overdr. beetje bij beetje, langzaam. Aristoph. Ach. 535.
2. te voet; Aeschl. Pers. 19; overdr., van proza-auteurs (vgl. πέζῃ):. εἰ καὶ χαμαὶ καὶ βάδην … ἀλλὰ μὴ ἐπὶ τῶν μέτρων φέροιντο ook al bewegen ze zich voort over de grond en te voet, en worden ze niet door metra snel voortgedragen Luc. 50.18.
Russian (Dvoretsky)
βάδην: (ᾰ) adv.
1 шагом (ἀπιέναι Hom., Plut.; ὑπάγειν Arst.): β. ταχύ Xen. ускоренным шагом; θᾶττον ἢ β. Xen. форсированным маршем или бегом;
2 пешком (βαίνειν Aesch.);
3 постепенно, мало-помалу, по-немногу (πεινῆν Arph.).
Frisk Etymological English
See also: βαίνω
Middle Liddell
βαίνω
I. step by step, Lat. pedetentim, Il.; in marching step, Hdt.; β. ταχύ at quick step, Xen.
2. gradually, more and more, Ar.
II. walking, marching, opp. to riding, driving, sailing, Aesch.
English (Autenrieth)
(βαίνω): step by step, Il. 13.516†.
Greek Monolingual
(AM βάδην) επίρρ.
με βήμα κανονικής πορείας
νεοελλ.
(για άλογα) τετραποδισμός, είδος βαδίσματος κατά το οποίο τα πόδια υψώνονται και κατεβαίνουν στο έδαφος κατά διαγώνια δυάδα
αρχ.
1. σιγά σιγά
2. βαθμιαία
3. πεζή, με τα πόδια (όχι πάνω σε άλογο ή άμαξα)
4. αγώνισμα της κατηγορίας δρόμου με ένταση των κινήσεων βαδίσματος, στο οποίο δεν επιτρέπεται να φθάνει ο αθλητής στα όρια του τρεξίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -δην, ίσως αρχικά αιτιατική ονόματος, που ανάγεται σε ρίζα gwn(d)- «πηγαίνω, έρχομαι» (πρβλ. βαίνω).
ΣΥΝΘ. αρχ. αναβάδην, αντιβάδην, καταβάδην, περιβάδην.
Greek Monotonic
βάδην: [ᾰ], (βαίνω), επίρρ.
I. 1. βήμα προς βήμα, Λατ. pedetentim.
2. με βήμα πορείας, σε Ηρόδ., βάδην ταχὺ ἐφέπεσθαι με βήμα ταχύ, σε Ξεν.
3. σταδιακά, βαθμηδόν, όλο και περισσότερο, σε Αριστοφ.
II. περπατώντας, βαδίζοντας, αντίθ. προς ίππευση, οδήγηση, πλεύση, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βάδην: ἐπίρρ. (βαίνω) βῆμα πρὸς βῆμα, Λατ. pedetentim, βάδην ἀπιόντος Ἰλ. Ν. 516· ἄραχνος ὥς β. Αἰσχύλ. Ἱκ. 886· μὲ βῆμα πορείας, ἦγε β. Ἡρόδ. 9. 57· ἡγοῦ β. Ἀριστοφ. Λυσ. 254· β. ταχὺ ἐφέπεσθαι, μὲ βῆμα ταχύ, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ δρόμῳ ἔθεον Ξεν. Ἀν. 4. 6, 25· θᾶττον ἢ β. Ἑλλην. 5. 4, 53, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 221· β. ὑποχωρεῖν Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 9. 44, 3. 2) βαθμηδόν, ἐπὶ τὸ μᾶλλον, πεινῆν Ἀριστοφ. Ἀχ. 535. ΙΙ. μὲ περιπάτημα, πεζῇ, ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐφ' ἵππου, ἐφ' ἁμάξης ἢ ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 19.
Frisk Etymology German
βάδην: {bádēn}
Grammar: Adv.
Meaning: Schritt für Schritt, langsam (seit Il.).
Derivative: Davon βαδίζω einherschreiten, marschieren (ion. att., fast ausschließlich Prosa) mit mehreren Nomina: βάδισις das Einherschreiten (ion. att.), βαδισμός ds. (Pl.; vgl. Chantraine Formation 147), βάδισμα ib. (X., D. u. a.) mit βαδισματίας m. (Kratin.; volkstümliche Bildung, s. Chantraine 93); postverbales Nomen βάδος in βάδον βαδίζειν (Ar. Av. 42), s. Fraenkel IF 28, 224f. — Außerdem das Nomen agentis βαδιστής m. Fußgänger (E.), ὄνος βαδιστής Paßgänger, Zelter (Pap.) und das Adjektiv βαδιστικός zum Schreiten geeignet (Ar., Arist. usw.).
Etymology: Adv. auf -δην, wohl ursprünglich Akkusativ eines Nomens (vgl. Schwyzer 626), von βαίνω; s. d.
Page 1,207
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βῆμα πρός βῆμα). Ἀπό τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.