ἡ, = tribula, expld. as τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα, Glossaria (post τρυτ-); cf. τυκάνη.
ἡ, Αόργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τυκάνη, κατ' επίδραση του ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].