τρυχνόω

English (LSJ)

f.l. for τρυχόω (q.v.) in Gal.19.147.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχνόω: ἐν Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 580 ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τρυχόω, ὃ ἴδε.

German (Pape)

τρυχόω, τρύχω, Galen., zweifelhaft.