τρύχω

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύχω Medium diacritics: τρύχω Low diacritics: τρύχω Capitals: ΤΡΥΧΩ
Transliteration A: trýchō Transliteration B: trychō Transliteration C: trycho Beta Code: tru/xw

English (LSJ)

[ῡ], Od.1.248, etc.: Ion. impf. τρύχεσκεν A.R.2.473: fut. τρύξω Od.17.387:—Pass., pres. and impf., v. infr.: the pf. is supplied by τρύω and τρυχόω: cf. κατατρύχω:—wear out, waste, consume, τρύχουσι δὲ οἶκον Od.1.248, 16.125; οἵ τε [κηφῆνες] μελισσάων κάματον τ. Hes.Op.305; πτωχὸν οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν no one would invite a beggar to eat him out of house and home, Od. 17.387; τρύχω βίον ἐν κακότητι Thgn.913; τρύχει τὰ νουσήματα, i.e. get the better of, cure, the disease, Hp.Morb.Sacr.18; τρύχουσιν ἔρωτες, τρύχει πόθος, AP12.88,143; γᾶ φθίνουσα τρύχει ψυχάν distresses, afflicts, S.OT666 (lyr.); τρύχουσα σαυτήν E.Hel.1286; τ. στρατείαις τὴν πόλιν X.HG5.2.4:—Pass., to be worn out, τρυχόμενος Od.1.288, 2.219, cf. Thgn.752; τρύχεσθαι λιμῷ Od.10.177; εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι S.Tr.110 (lyr.); χρόνῳ Id.Aj.605 (lyr.); ἀμπλακίαις E.Hipp.147 (lyr.); τῇ προσεδρείᾳ Th.1.126; κατ' οἶδμ' ἅλιον E.Hel.521 (lyr.); ἐτρυχόμεσθα.. ὁδοιπλανοῦντες Ar.Ach.68; δυσμενέων ἄστυ τ. Sol.3.22: c. gen., σου τρυχόμεθ' ἤδη τρία καὶ δέκ' ἔτη we have pined for thee... Ar.Pax989 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1157] aufreiben; οἶκον, den Haushalt, das Vermögen aufzehren, τρύχουσι δὲ οἶκον, Od. 1, 248. 16, 125. 19, 133; vgl. Hes. Sc. 307; πτωχὸν οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντά ἑ αὐτόν, der den Einladenden selbst aufzehren würde, Od. 17, 387; auch oft übtr., belästigen, quälen, bedrängen, ἦ τ' ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν, 1, 288. 2, 219; μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ, 10, 177, vom Hunger aufgerieben werden; τρύχειν βίον ἐν κακότητι, das Leben im Elend hinbringen, Theogn. 909; Solon bei Dem. 19, 255; vom Kummer, Soph. O. R. 666; ἐνθυμίοις εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι, Trach. 110; vgl. Ai. 599; Eur. Hipp. 147 Hel. 528; Ar. Ach. 68. – Eben so von Leidenschaften, die das Leben aufzehren, ἔρωτες, πόθος, Ep. ad. 10. 27 (XII, 88. 143); τρύχεσθαί τινος, sich aus Sehnsucht nach Einem verzehren, Ar. Pax 989. – In Prosa kommt nur das praes. vor, die andern Zeiten werden von τρυχόω entlehnt, bes. perf. pass. τετρυχωμένος: Plat. Legg. VII, 807 b; τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρυχωμένοι, Thuc. 7, 28; τετρυχωμένοι ὑπὸ τῶν πολεμίων, Pol. 1, 11, 2; τετρύχωται, D. Hal. 7, 44; πόλεις τετρυχωμένας, Plut. Pomp. 10. S. auch τρύω.

French (Bailly abrégé)

f. τρύξω, ao. et pf. inus.
user par le frottement ; fig. user, consumer, épuiser, ruiner : οἶκον OD épuiser ou ruiner une maison ; τρ. ἑαυτόν OD se consumer soi-même (de misère, de chagrin) ; Pass. être consumé : λιμῷ OD par la faim.
Étymologie: R. Τρυχ, user.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρύχω [~ τρύω] ruïneren, kwellen, uitputten:; τρύχουσι δὲ οἶκον zij ruïneren het huis Od. 1.248; τρύχουσα σαυτήν uzelf kwellend Eur. Hel. 1286; τρύχειν στρατείαις τὴν πόλιν de stad uitputten met veldtochten Xen. Hell. 5.2.4; pass.: τρύχεσθαι λιμῷ gekweld worden door honger Od. 10.177.

Russian (Dvoretsky)

τρύχω: (ῡ) и * τρῡχόω досл. тереть, перен.
1 истреблять, расточать, разорять (οἶκον Hom.): τ. κάματόν τινος Hes. пользоваться плодами чьего-л. труда;
2 объедать, обездоливать (τινά Hom.);
3 мучить, томить, изнурять, терзать (ψυχάν Soph.; ἑαυτόν Eur.; τὴν πόλιν στρατείαις Xen.): τρύχεσθαί τινι, реже τινος Hom., Soph., Eur., Thuc., Arph. мучиться чем-л. или из-за чего-л.; τετρυχωμένος τινί Thuc. или ὑπό τινος Polyb. измученный чем-л.

English (Autenrieth)

(τρύω), fut. part. τρύξοντα: wear out, exhaust, consume, impoverish; οἶκον, Od. 1.248; pass., Od. 1.288, Od. 10.177.

Greek Monolingual

Α
1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» — κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ.
β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.)
β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον για κάτι («εἴτ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις ἀνίερος ἀθύτων πελάνων τρύχει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύω με ενεστωτικό επίθημα -χω, που δηλώνει εμφαντικά το τέλος της πράξης (πρβλ. νήχω: νέω, σμή-χω: σμῶ), βλ. και λ. τρύω.

Greek Monotonic

τρύχω: [ῡ], μέλ. τρύξω (τρύω), φθείρω, καταστρέφω, καταπονώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· πτωχὸν τρύξοντά ἑ αὐτόν, κανείς δεν ήθελε να προσκαλέσει πτωχό στο σπίτι του για να έχει το βάρος αυτού και την ενόχλησή του, σε Ομήρ. Οδ.· τρύχει ψυχάν, καταθλίβει, λυπεί την ψυχή, σε Σοφ.· τρύχω στρατείαις τὴν πόλιν, σε Ξεν. — Παθ., καταπονούμαι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· τρύχεσθαί τινος, κατατρύχεσθαι εξαιτίας κάποιου, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρύχω: [ῡ]· Ἰων. παρατ. τρύχεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 473· μέλλ. τρύξω. - Παθ., ἐνεστ. καὶ παρατ., ἴδε κατωτ.· ὁ πρκμ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ τρύω καὶ τρυχόομαι· πρβλ. κατατρύχω. - (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τρύω). Φθείρω, καταναλίσκω, καταπονῶ, βλάπτω, ταλαιπωρῶ, καταστρέφω, τρύχουσι δὲ οἶκον Ὀδ. Α. 248, Π. 125· οἵ τε [κηφῆνες] μελισσάων κάματον τρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 303, ἴδε ἐν λέξει κατατρύχω· πτωχὸν οὐκ ἄν τις καλέει τρύξοντά ἑ αὐτόν, οὐδεὶς ἤθελε προσκαλέσῃ πτωχὸν εἰς τὸν οἶκόν του ἵνα ἔχῃ τὸ βάρος αὐτοῦ καὶ τὴν ἐνόχλησιν, Ὀδ. Ρ. 387· τρύχειν βίον ἐν κακότητι Θέογν. 909· τρύχει τὰ νουσήματα Ἱππ. 310. 34· τρύχουσιν ἔρωτες, πόθος Ἀνθ. Π. 12. 88, 143· γᾶ φθίνουσα τρύχει ψυχάν, κατᾳθλίβει, λυπεῖ, Σοφ. Ο. Τ. 666· τρύχουσα σαυτὴν Εὐρ. Ἑλ. 1286· τρ. στρατείαις τὴν πόλιν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 4. - Παθ., καταπονοῦμαι, ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, τρυχόμενος Ὀδ. Α. 288, Β. 219, πρβλ. Θέογν. 750· λιμῷ τρύχεσθαι Ὀδ. Κ. 177· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι Σοφ. Τρ. 110· χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 605· ἀμπλακίαις Εὐρ. Ἱππ. 147· τῇ προσεδρείᾳ Θουκ. 1. 126· νόσοις καὶ πόνοις Πλάτ. Νόμ. 761D· κατ’ οἶδμ’ ἅλιον Εὐρ. Ἑλ. 521· ἐτρυχόμεσθα... ὁδοιπλανοῦντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· δυσμενέων ἄστυ τρ. Σόλων 3. 22· - ὡσαύτως μετὰ γεν., τρύχεσθαί τινος, κατατρύχεσθαι ἕνεκά τινος, Εὐρ. Ἱππ. 147 (ἴδε ἐν λεξ. ἀνίερος), Ἀριστοφ. Εἰρ. 989· - πρβλ. τρυχόομαι.

Middle Liddell

τρύω
to wear out, waste, consume, Od., Hes.; πτωχὸν τρύξοντά ἑ αὐτόν a beggar to eat him out of house and home, Od.; τρύχει ψυχάν distresses, afflicts the soul, Soph.; τρ. στρατείαις τὴν πόλιν Xen.:—Pass. to be worn out, Od., Soph., etc.:— τρύχεσθαί τινος to pine away for some one, Eur.
τρύ¯χω, τρύω
to wear out, waste, consume, Od., Hes.; πτωχὸν τρύξοντά ἑ αὐτόν a beggar to eat him out of house and home, Od.; τρύχει ψυχάν distresses, afflicts the soul, Soph.; τρ. στρατείαις τὴν πόλιν Xen.:—Pass. to be worn out, Od., Soph., etc.:— τρύχεσθαί τινος to pine away for some one, Eur.

Frisk Etymology German

τρύχω: (υ)
{trúkhō}
Forms: fast nur Präs. u. Ipf. (Fut. Ptz. τρύξοντα ρ 387),
Grammar: v.
Meaning: aufreiben, erschöpfen, quälen, Med. sich aufreiben, schmachten (vorw. ep. ion., poet. seit Il.).
Composita: auch mit κατα- u.a.,
Derivative: Davon τρῦχος n. Lumpen, Fetzen, zerlumptes Kleid (S., E., Ar., Arist., Thphr.; wie λαῖφος u.a.) mit Demin. τρυχίον n. (Hp.. Aret.), Adj. -ηρός zerlumpt, abgenutzt (E.), aufreihend, quälend (Vett. Val.), nach λυπηρός u.a.; -ινος zerlumpt (J., Gal. u.a.). Denominativ τρυχόομαι, -όω (ἐκ-) = τρύχομαι, -ω in τετρυχωμένος (Hp., Th. usw.), τρυχωθῆναι (Hp.), -ῶσαι, -ώσειν (Th.), -οῦται (Mimn.), -όω (Gal., Hdn.); davon -ώσεις f. pl. Qualen (Max. Tyr.).
Etymology: Bildung wie σμήχ-ω, νήχ-ω, ψώχ-ω usw. (Schwyzer 702 und 685, Chantraine Gramm. hom. 1, 330); s. τρύω.
Page 2,938

Mantoulidis Etymological

(=καταστρέφω, φθείρω). Ἀπό ρίζα τρυ- (τοῦ τρύω) πού εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς τερ- (τοῦ τείρω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα τρύω.

Lexicon Thucydideum

atteri, to be harassed, be worn out, 1.126.8.