Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τσάντα
Greek Monolingual
η, Ν σακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» — η σάκα γ. «τσάντα κυνηγού»). [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. canta].