τσίγκλα

Greek Monolingual

και τσύγγλα, η, Ν
σιδερένιος πήχυς μεταβλητού μήκους, με τον οποίο συγκρατείται και από τις δύο μεριές η ούγια πανιού που υφαίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ξύγγλα].