ξύγγλα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

και ξύγκλα, η
τμήμα του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύ + λατ. ungula «αιχμή». Κατ' άλλους < ἐξ + ἰτλή «μίτος»].