τσίγκος

Greek Monolingual

και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν
κοινή ονομασία του ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ].