η, Ν
(συν. στην φρ.) «τσίμα - τσίμα»
i) άκρη άκρη
ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα-τσίμα» — ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία)
iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος)
ώς τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima «κορυφή, άκρα» < λατ. cyma < κύμα].