τσότρα

Greek Monolingual

και τσιότρα, η, Ν
ξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, αλλ. τσίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cotra < ρουμ. ciutura < ιταλ. ciotola < κοτύλη.